- νεανικόν
- νεᾱνικόν , νεανικόςyouthfulmasc acc sgνεᾱνικόν , νεανικόςyouthfulneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεανικός — ή, ό (ΑΜ νεανικός και Α ιων. τ. νεηνικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε νεανία (α. «νεανικό φέρσιμο», β. «ἀλλὰ κἀκ τῶν λειψάνων δεῑ τῶνδε ῥώμην νεανικὴν σχεῑν», Αριστοφ.) 2. δραστήριος, ρωμαλέος, ορμητικός, ζωηρός μσν.… … Dictionary of Greek
κακούργος — α, ο και ικο (AM κακοῡργος, ον, Α ποιητ. τ. κακοεργής, ές και κακοεργός, όν) 1. ως ουσ. ο κακούργος, η κακούργα, το κακούργο και κακούργικο ένοχος κακουργήματος, κακοποιός, εγκληματίας («ἐσταύρωσαν αὐτὸν καὶ τοὺς κακούργους, ὃν μὲν ἐκ δεξιῶν ὃν… … Dictionary of Greek
ՄԱՆԿԱԿԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0204 Chronological Sequence: 8c, 12c գ. τὸ νεανικόν juvenilis aetas, juventus. Վիճակ մանկութեան. առուգութիւն. *Կանաչն՝ զմիշտ մանկականութիւն եւ զաճողութիւնն ʼի բարիս (յայտ առնէ). Շ. հրեշտ. ըստ Դիոն. երկն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)